πρασινοκίτρινος

πρασινοκίτρινος
-η, -ο
ο πράσινος και κίτρινος μαζί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρασινοκίτρινος — η, ο, Ν αυτός που το χρώμα του είναι μεταξύ πράσινου και κίτρινου («πρασινοκίτρινα στάχια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσινος + κίτρινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

  • διάχλωρος — διάχλωρος, ον (Α) 1. ο πρασινοκίτρινος, πρασινωπός, ωχροκίτρινος 2. αυτός που έχει πράσινες ραβδώσεις (πάπυρος) …   Dictionary of Greek

  • κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… …   Dictionary of Greek

  • μελάγχλωρος — και μελανόχλωρος, ον (Α) αυτός που έχει μελανωπό χρώμα, μαυροπράσινος ή πρασινοκίτρινος («μελάγχλωρος χολή», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χλωρός (πρβλ. λευκό χλωρος, μελί χλωρος)] …   Dictionary of Greek

  • ξανθομήλινος — ξανθομήλινος, ον (Α) αυτός που έχει ξανθό χρώμα το οποίο κλίνει προς το ανοιχτό πράσινο τού μήλου, πρασινοκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + μήλινος (< μῆλον [Ι])] …   Dictionary of Greek

  • πυροσώματα — Χιτωνόζωα που αποτελούν τάξη της ομοταξίας των θαλειοειδών. Οι πλαγκτονικοί αυτοί οργανισμοί έχουν μέσο μήκος 5 χιλιοστά και αποτελούν αποικίες σωληνοειδούς σχήματος· ο σωλήνας είναι διαφανής, κλειστός από τη μια άκρη και έχει γενικά μήκος που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”